Τη σεζον 2021-22 ο ΠΑΟ ανακοίνωσε την απόκτηση του Ιβάν Γιοβάνοβιτς ως προπονητή της ομάδας.
Παρά τη φήμη που τον συνόδευε, αυτή του εξαιρετικά μεθοδικού προπονητή του ΑΠΟΕΛ που μέσω σκληρής και μεθοδικής δουλειάς, είχε φτιάξει στην Κύπρο ένα αξιόμαχο σύνολο που όχι μόνο κατακτούσε το Πρωτάθλημα κάθε σεζόν, αλλά είχε οδηγήσει την κυπριακή ομάδα σε δύο φανταστικές σεζόν στο CL, πρώτα με την συμμετοχή στους ομίλους και μετά με πορεία ως τους 8 της διοργάνωσης, λίγοι ήταν αυτοί που περιμέναν ότι θα πετύχει.
Για την ακρίβεια, το έργο που καλείτο να φέρει εις πέρας στον ΠΑΟ ήταν τόσο δύσκολο, που οι περισσότεροι περίμεναν ότι ερχόταν για να φύγει, όπως όλοι οι προκάτοχοί του.
Η ομάδα που ανελάμβανε ο Γιοβάνοβιτς δεν ήταν απλά μία κακή εκδοχή του ΠΑΟ. Ηταν μια ομάδα υπό διάλυση: προερχόμενη από μια καταστροφική σεζόν, ο ΠΑΟ της σεζόν 2020-21 είχε τερματίσει στο πρωτάθλημα με 45 βαθμούς, μόλις 3 περισσότερους από τον Αστέρα Τρίπολης, ενώ στο Κύπελλο είχε αποκλειστεί από τον ΠΑΣ Γιάννενα με 2 ήττες. Οι ήττες όμως στη Λεωφόρο δεν είχαν περιοριστεί στις αναμετρήσεις με τον ΠΑΣ. Από το πάλαι ποτέ «κάστρο» της Λεωφόρου είχαν περάσει ο Άρης (με 2 νίκες), ο Ατρόμητος, η ΑΕΚ, ενώ ο Ολυμπιακός είχε περιοριστεί σε ένα 1-4, σταματώντας το σφυροκόπημα της έδρας του Διούδη όταν κατάλαβε ότι ο ΠΑΟ δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον ρυθμό του.
Η ομάδα έπασχε από έλλειψη ταλέντου, από επαγγελματισμό, από τακτικές γνώσεις, ενώ το κύριο σύστημα που έπαιζε, το ταμπούρι 4-5-1 με αντεπιθέσεις είχε ως αποτέλεσμα ο ΠΑΟ να έχει την Πέμπτη χειρότερη επίθεση, με μόλις 3 γκολ περισσότερα από τον Αστέρα και 4 από τον Απόλλωνα Σμύρνης.
Κι όμως, μέσα στον πρώτο χρόνο, ο ΠΑΟ του Ιβάν απέκτησε ποδοσφαιρικές αρχές, άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο κατοχής κι έπειτα από έναν ταραχώδη πρώτο γύρο, η ομάδα βρήκε τις ισορροπίες της και μεταμορφώθηκε: όχι μόνο έκλεισε την σεζόν ως Κυπελλούχος Ελλάδας, αλλά από τις 19/2 είχε ένα αήττητο σερί που του έδωσε την καλύτερη συγκομιδή βαθμών στην Ελλάδα. Την περίοδο εκείνη, ο ΠΑΟ ήταν αήττητος εντός κι εκτός σε όλα τα ντέρμπυ, με εξαίρεση το τελευταίο ματς με τον ΠΑΟΚ, όπου όμως ο Ιβάν κατέβηκε με τη δεύτερη ομάδα, δίνοντας χρόνο συμμετοχής σε παίχτες που δεν είχαν παίξει στον Τελικό Κυπέλλου. Η τρομερή αυτή άνοδος κι αλλαγή εικόνας θα περίμενε κανείς ότι ήταν αποτέλεσμα σημαντικών μεταγραφών που άλλαξαν άρδην την ομάδα. Στην πραγματικότητα, η ομάδα που αγωνιζόταν ήταν περίπου ίδια με την περυσινή. Με εξαίρεση τον Σεμπαστιάν Παλάσιος, η ομάδα δεν είχε αποκτήσει κανένα χαφ: η μόνη ουσιαστική προσθήκη ήταν ο δανεικός Μάριο Γκατσίνοβιτς, ο δεξιός μπακ Κώτσιρας, ο νέος τερματοφύλακας Μπρινιόλι και… τέλος.
Η μεταμόρφωση του ΠΑΟ από μικρομεσαία ομάδα με την επιθετική δεινότητα του Απόλλωνα Σμύρνης σε πανίσχυρο σύνολο που έκανε 2 ήττες σε 34 ματς (από 19/2/2021 έως 8/1/2022) σε όλες τις διοργανώσεις ήταν ξεκάθαρα αποτέλεσμα τακτικής προσήλωσης και αλλαγής νοοτροπίας των παιχτών.
Ήταν έργο προπονητή.
Ο Ιβάν είχε αποδείξει ότι ένας προπονητής μπορεί, εφόσον έχει τεχνογνωσία, επιρροή και ικανότητες, να αναλάβει μια ομάδα και να την μεταμορφώσει εξ ολοκλήρου, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις ικανότητες των παιχτών του. Για τον λόγο αυτό, καθώς και για το ότι απευθυνόταν στον κόσμο της ομάδας σαν να αγνοούσε την ύπαρξη του μικρού ΠΑΟ της εποχής 2010-2020, σαν να μας είχε γυρίσει πίσω στον χρόνο, στην εποχή που ο ΠΑΟ ήταν η μεγαλύτερη ελληνική ομάδα κι είχε χρέος να κυνηγά τον τίτλο κάθε σεζόν, έκανε τον Ιβάν όχι μόνο εξαιρετικά αγαπητό στους οπαδούς, αλλά κι εξαιρετικά σημαντικό για την επιβίωση της ΠΑΕ, που είχε απαξιωθεί πλήρως από τον Πρόεδρό της.
Τις επόμενες 2 σεζόν, η μετεωρική άνοδος της ΠΑΕ συνεχίστηκε, καθώς με μέτριες μεταγραφές και παρά τους τραυματισμούς εξαιρετικά σημαντικών παιχτών που κόστισαν βαρύτατα στην απόδοση της ομάδας, ο ΠΑΟ συνέχισε να γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός, ενώ φέτος ο ΠΑΟ είναι με διαφορά η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα, πρώτη σε επιθετική παραγωγή και αμυντική απόδοση, με τεράστιες, ιστορικές νίκες επί ομάδων όπως η Μαρσέιγ κι η Βιγιαρεάλ, ενώ μία κακή εμφάνιση στο πρωτάθλημα στοίχισε την πρώτη θέση τον χειμώνα, με τον ΠΑΟ να τερματίζει με -1 από την ΑΕΚ.
Στην πραγματικότητα, ο εξαιρετικά συντηρητικός μεταγραφικός σχεδιασμός του Προέδρου της ομάδας, κόστισε πέρυσι τον τίτλο, καθώς η αήττητη ομάδα του πρώτου γύρου κατέρρευσε στον δεύτερο: ο μόνος υγιής εξτρέμ μετά την απώλεια του Αιτόρ, Βέρμπιτς, δεν μπόρεσε ποτέ να αντικαταστήσει τον MVP του πρώτου γύρου, ενώ τα ηλικιωμένα κεντρικά χαφ ξέμειναν νωρίς από δυναμείς.
Τα νούμερα της εποχής Γιοβάνοβιτς είναι εντυπωσιακά: ο ΠΑΟ των 3 σεζόν πριν έρθει ο Ιβαν έχει συγκομιδή 125 βαθμών. Ο ΠΑΟ των 2,5 σεζόν πριν την αναπάντεχη απόλυσή του έχει ήδη 137 βαθμούς, ενώ εκκρεμούν ακόμα 21 αγώνες, δηλαδή θεωρητικά από 21 έως 63 βαθμοί. Που σημαίνει ότι ακόμα κι αν ο Ιβάν έκανε από σήμερα μόνο ήττες μέχρι το τέλος της σεζόν 2023-24 και πάλι θα παρέδιδε μία ομάδα που θα είχε συλλέξει… 33 βαθμούς περισσότερους από τον ΠΑΟ που κλήθηκε να σώσει από την αφάνεια.
Το χειρότερο όμως είναι ότι η αποχώρηση του Ιβάν στερείται κάθε κοινής λογικής διότι του αποδίδονται αποτυχίες που είναι απολύτως φυσιολογικές στην πορεία κάθε επιτυχημένης ομάδας: μία έντος έδρας ήττα από την ΑΕΚ, μία εκτός έδρας ήττα από τον Ατρόμητο, μία αποτυχία να φύγει με νίκη από την έδρα της Ρεν και μία κάκιστη εμφάνιση με την Μακάμπι εντός έδρας. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα όμως είναι απολύτως φυσιολογικά κι εντελώς αναμενόμενα. Δεν έχει υπάρξει κυριολεκτικά ούτε μία ομάδα στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου που δεν είχε κάνει αναπάντεχες ήττες και μεμονωμένα κακά αποτελέσματα, με μοναδική ίσως εξαίρεση την Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρδιόλα, η οποία όμως είχε ταυτόχρονα 4 Κατόχους Ballon d’Or στην εντεκάδα της.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο Παναθηναϊκός του Γιοβάνοβιτς δεν είχε καμία ανάγκη αλλαγής προπονητή, παρά μόνο μεταγραφικής ενίσχυσης σε θέσεις που λείπουν παίχτες λόγω τραυματισμών και σε θέσεις που παίχτες δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Αποτελεί τραγικό στρατηγικό σφάλμα για τον Παναθηναϊκό η αντικατάσταση ενός απολύτως επιτυχημένου προπονητή από την ομάδα που ο ίδιος δημιούργησε, απογείωσε και βελτιώνει σταθερά κι αποτελεσματικά κάθε νέα σεζόν. Όπως αποτελεί και άδικη σε βάρος του κριτική ότι δεν έχει αποδείξει «ολοκληρωτικά» την ανωτερότητά του από τους εγχώριους ανταγωνιστές του και κυρίως από την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό, ομάδες που έχουν εδώ και πολλά χρόνια επενδύσει σε πολύ πιο ποιοτικούς παίχτες και πολλούς πιο ακριβούς παίχτες από τον Παναθηναϊκό.
Συνοψίζοντας την κριτική που ακουγόταν για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς τον τελευταίο καιρό, η γνώμη του γράφοντος είναι ότι η ρίζα του προβλήματος που οδήγησε στην απόλυσή του ήταν ο υψηλός πήχης που ο ίδιος έβαλε κατά την πρώτη του σεζόν στην ομάδα, όταν με παίχτες επιπέδου και ποιότητας Ατρόμητου ή Απόλλωνα, έφτιαξε ένα εξαιρετικά αξιόμαχο σύνολο που όχι μόνο κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας, αλλά κυρίως έπαιξε ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, πετυχαίνοντας μεγάλες νίκες στα πλέι-οφφ.
Η τεράστια επιτυχία της πρώτης σεζόν του Ιβάν στον ΠΑΟ δημιούργησε εντελώς λάθος προσδοκίες στο ευρύ κοινό των οπαδών και στον Πρόεδρο της ομάδας, οι οποίοι έχουν ένα κοινό: τις περιορισμένες γνώσεις για το ποδόσφαιρο.
Αποτέλεσμα των περιορισμένων αυτών γνώσεων ήταν ότι από την επόμενη χρονιά κι επειδή αποκτήθηκαν παίχτες με τη φήμη του Σπόραρ και το βιογραφικό του Μπερνάρ, Πρόεδρος και casual οπαδοί περίμεναν ότι ο ΠΑΟ θα έπαιρνε το πρωτάθλημα αήττητος. Η κατάρρευση της ομάδας στο τέλος της σεζόν λόγω υπερκόπωσης και μικρού ρόστερ είχε ως αποτέλεσμα ο Ιβάν να απομυθοποιηθεί στα μάτια τους.
Η φετινή ομάδα, εξαιρετικά ισορροπημένη σε άμυνα, κέντρο κι επίθεση και πανίσχυρη τακτικά ξεκίνησε το ευρωπαϊκό της ταξίδι από το καλοκαίρι με μεγάλες νίκες κατά Νντιπρο και κυρίως κατά της Μαρσειγ, μιας ομάδας που χτίστηκε φέτος με σκοπό να ανταγωνιστεί την Παρί Σεν Ζερμέν. Το γεγονός ότι η ίδια ομάδα στα μέσα του 2021 έχανε 3 σερί φορές από τον ΠΑΣ Γιάννινα, αδυνατώντας να τον αντιμετωπίσει τακτικά, ενώ δύο χρόνια αργότερα, γυρνούσε το σε βάρος της 2-0 μέσα στο Βελοντρόμ, χάνοντας τη μία ευκαιρία μετά την άλλη θεωρήθηκε μεν επιτυχία, αλλά όχι και «κάτι το τρομερό».
Στην πραγματικότητα, η κατακόρυφη άνοδος του Παναθηναϊκού από μικρομεσαία ομάδα της Σούπερ Λιγκ σε ομάδα που παίζει στα ίσα την πρόκριση στο Champions League απέναντι σε Μαρσέιγ και Μπράγκα, είναι ένα ποδοσφαιρικό θαύμα που σπάνια βλέπουμε στο ποδόσφαιρο και που δυστυχώς θα ξεχαστεί εύκολα διότι δεν είχε «happy end» με κατάκτηση κάποιου τίτλου, ώστε να μπορεί να γίνει ταινία ή σειρά στο Netflix. Ο Ιβάν απομακρύνθηκε πριν προλάβει να διεκδικήσει τον τίτλο που του έκλεψαν πέρυσι, κυρίως όμως απομακρύνθηκε πριν προλάβει να πετύχει αυτό που κατάφερε ο διάδοχός του, Φατίχ Τερίμ. Να πάρει μια ομάδα και να την οδηγήσει στη δόξα.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ιβάν και Τερίμ;
Ο Φατίχ Τερίμ ανέλαβε μια Γαλατασαράυ που είχε αποκτήσει τεράστιους παίχτες, μεταξύ των οποίων κι ένα από τα καλύτερα δεκάρια στον κόσμο, κι ο Πρόεδρός της του έδωσε χρόνο και περιθώρια αποτυχίας ώστε μετά από 4 σεζόν να την οδηγήσει στην κατάκτηση του ΟΥΕΦΑ. Αντιθέτως ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς ανέλαβε μια ομάδα με παίχτες που πλέον δεν αγωνίζονται (Αγιούμπ) ή δεν ήταν καν ποδοσφαιριστές (Μπεκ) και με μεταγραφές κυρίως ελεύθερων παιχτών, κατάφερε μέσα σε 2,5 σεζόν να την φτάσει να αγωνίζεται με αξιώσεις στο Europa. Στη θέση του Χάτζι είχε τον Μπερνάρ που αγωνιζόταν στην Σαουδική Αραβία, στην θέση του Ταφαρέλ είχε τον Μπρινιόλι που αγωνιζόταν στη Β’ Ιταλίας.
Και στο τέλος, δεν είχε καν τον απαιτούμενο χρόνο, τις 3 σεζόν που είχαν συμφωνηθεί στο συμβόλαιό του.
Κι αυτή είναι η διαφορά Ιβάν με Τερίμ.
Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ πώς θα τέλειωνε το παραμύθι του Ιβάν στον πάγκο μας. Θα έχουμε όμως για πάντα στη μνήμη μας την μοναδική σκηνή εκείνου του νεαρού κοριτσιού που έκλαιγε βλέποντας ένα γεμάτο, καταπράσινο ΟΑΚΑ που δεν είχε δει ποτέ του, παρά μόνο από θολά βίντεο κι αφηγήσεις του πατέρα της. Ενός ΟΑΚΑ που είχε γεμίσει όχι μόνο για να δει το σεντόνι να κουνιέται, αλλά για να αποτίνει φόρο τιμής στον Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
Μπορεί ο Φατίχ Τερίμ να έχει το παρατσούκλι Αυτοκράτορας, αλλά για την πόλη της Αθήνας, ο Ιβάν είναι ο άνθρωπος που έφτιαξε μια νέα γενιά υπερήφανων Παναθηναϊκών. Και για τον Παναθηναϊκό λαό, ο Ιβάν θα είναι για πάντα ο Στρατηγός μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου